- λιρέτα
- ηη νομισματική μονάδα τής Ιταλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liretta, υποκορ. τού ιταλ. lira].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιρέτα — η (λ. ιταλ.), παλαιότερη νομισματική μονάδα της Ιταλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 255 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται ΝΔ της Μονεμβασίας, 112 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. * * * η 1. χρυσό νόμισμα με διαφορετική κατά… … Dictionary of Greek
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek